Βέλος στα ολλανδικά
Μετάφραση: βέλος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scheut, pijl, arrow, pijl van, pijl van het
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βέλος
βέλοσ του χρόνου, βέλος ευβοίας, βέλος πλούταρχος στίχοι, βέλος στα αγγλικά, βέλοσ κορινθίασ, βέλος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βέλος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βέβαια στα ολλανδικά - vast, zeker, bepaald, natuurlijk, uiteraard, Natuurlijk is, vanzelfsprekend
- βέβαιος στα ολλανδικά - vaststaand, verzekerd, stellig, zeker, vast, gewis, ervoor, ...
- βέργα στα ολλανδικά - schacht, paal, stokje, pijp, staf, spitsroede, roede, ...
- βέσπα στα ολλανδικά - scooter, autoped, scootmobiel, step, scooters
Τυχαίες λέξεις
Βέλος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: scheut, pijl, arrow, pijl van, pijl van het
Μεταφράσεις: scheut, pijl, arrow, pijl van, pijl van het