Βασίλισσα στα ολλανδικά
Μετάφραση: βασίλισσα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vorstin, lady, dam, koningin, jonkvrouw, vrouw, Queen, queensize, de Koningin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βασίλισσα
βασίλισσα ελισάβετ, βασίλισσα όλγα, βασίλισσα του σαβά, βασίλισσα σοφία, βασίλισσα βικτωρία, βασίλισσα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βασίλισσα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βαρώ στα ολλανδικά - behalen, houwen, raken, kloppen, houw, stoot, slaan, ...
- βασίλειο στα ολλανδικά - koninkrijk, Kingdom, rijk, Nederland, Brittannië
- βασανίζω στα ολλανδικά - temptatie, stervensnood, folteren, foltering, agonie, angst, bedroeven, ...
- βασανιζόμενος στα ολλανδικά - vasanizomenos
Τυχαίες λέξεις
Βασίλισσα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vorstin, lady, dam, koningin, jonkvrouw, vrouw, Queen, queensize, de Koningin
Μεταφράσεις: vorstin, lady, dam, koningin, jonkvrouw, vrouw, Queen, queensize, de Koningin