Βότανο στα ολλανδικά

Μετάφραση: βότανο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruid, kruiden, kruidentuin, herb, installatie kruid
Βότανο στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βότανο

βότανο για το συκώτι, βότανο forskolin, βότανο αρτεμισία, βότανο τριβόλι, βότανο st john’s wort, βότανο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βότανο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βόρειος στα ολλανδικά - noords, noordelijk, noorden, noord, ten noorden, North
  • βόσκω στα ολλανδικά - grazen, afgrazen, weiden, Surfen, Browsing, browsen, doorbladeren, ...
  • βότσαλο στα ολλανδικά - dakplankje, kiezel, kiezelsteen, pebble, kiezelstrand, steentje
  • βύθισμα στα ολλανδικά - ontwerp, diepgang, concept, ontwerp van, ontwerpverslag
Τυχαίες λέξεις
Βότανο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kruid, kruiden, kruidentuin, herb, installatie kruid