Γήινος στα ολλανδικά
Μετάφραση: γήινος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aarden, aards, aardse, aarde, het aardse, op aarde
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γήινος
γήινος φλοιός, γήινος μαγνητισμός, γήινος άγγελος, γήινος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γήινος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γέρος στα ολλανδικά - verleden, voorafgaand, vroeger, bejaard, voorgaand, vorig, vergevorderd, ...
- γέφυρα στα ολλανδικά - commandobrug, brug, bridge, brug van, de Brug, de Brug van
- γήρανση στα ολλανδικά - veroudering, het verouderen, aging, vergrijzende, verouderen
- γίγαντας στα ολλανδικά - reusachtig, reus, gigant, gigantische, reusachtige, grote
Τυχαίες λέξεις
Γήινος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aarden, aards, aardse, aarde, het aardse, op aarde
Μεταφράσεις: aarden, aards, aardse, aarde, het aardse, op aarde