Γκρινιάζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: γκρινιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
morren, sputteren, murmelen, kankeren, mopperen, grommen, grom, growl, gebrom
Γκρινιάζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γκρινιάζω

γκρινιάζω στα αγγλικα, γιατί γκρινιάζω, γκρινιάζω συνώνυμα, γκρινιάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γκρινιάζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γκρεμίζομαι στα ολλανδικά - afbrokkelen, verbrokkelen, kruimelen, crumble, brokkelen
  • γκρεμός στα ολλανδικά - klip, klif, afgrond, kolk, rots, cliff
  • γκρινιάρης στα ολλανδικά - huurrijtuig, brompot, Ijsschots, Growler, brombeer
  • γκόμενα στα ολλανδικά - kuiken, chick, het Kuiken van, kuiken van, van het Kuiken
Τυχαίες λέξεις
Γκρινιάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: morren, sputteren, murmelen, kankeren, mopperen, grommen, grom, growl, gebrom