Δίλημμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: δίλημμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dilemma, dilemma van, dilemma te
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δίλημμα
δίλημμα του σκαντζόχοιρου, δίλημμα λεξικο, δίλημμα του κρατούμενου, δίλημμα ετυμολογία, δίλημμα μεταφραση, δίλημμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δίλημμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δίκη στα ολλανδικά - beproeving, probeersel, proef, rechtszaak, proces, toets, keuring, ...
- δίκτυο στα ολλανδικά - net, netwerk, het netwerk, netwerk voor
- δίνη στα ολλανδικά - warrelen, dwarrelen, kolken, wervelen, draaikolk, vortex, wervel, ...
- δίνω στα ολλανδικά - bezorgen, overhandigen, aangeven, toebrengen, opbrengen, schenken, aanreiken, ...
Τυχαίες λέξεις
Δίλημμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dilemma, dilemma van, dilemma te
Μεταφράσεις: dilemma, dilemma van, dilemma te