Δασοκομία στα ολλανδικά

Μετάφραση: δασοκομία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bosbouw, de bosbouw, bosbouwtrekkers, bosbouwtrekkers op, bosbouwmachines
Δασοκομία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασοκομία

εφαρμοσμένη δασοκομία, δασοκομία πόλεων, δασοκομία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δασοκομία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δασμοί στα ολλανδικά - verplichting, obligatie, plichten, taken, werkzaamheden, verplichtingen, taak
  • δασμολόγιο στα ολλανδικά - tarief, tarief-, tarifaire, tariefpreferenties, tarieven
  • δασολογία στα ολλανδικά - bosbouw, de bosbouw, bosbouwtrekkers, bosbouwtrekkers op, bosbouwmachines
  • δασοφύλακας στα ολλανδικά - ranger, boswachter, boswachter van, de Boswachter, Woudloper
Τυχαίες λέξεις
Δασοκομία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bosbouw, de bosbouw, bosbouwtrekkers, bosbouwtrekkers op, bosbouwmachines