Δεσμεύω στα ολλανδικά

Μετάφραση: δεσμεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
binden, inbinden, begaan, boei, kluisteren, kluister, boeien, belemmering
Δεσμεύω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσμεύω

δεσμεύω χρήματα, δεσμεύω συνωνυμα, δεσμεύω συνώνυμα, δεσμεύω στα αγγλικά, δεσμεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δεσμεύω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δεσμίδα στα ολλανδικά - wis, bundel, pakket, pakje, verpakking, schoof, pak, ...
  • δεσμευτικός στα ολλανδικά - reep, strip, strook, band, windsel, bindend, verbindend, ...
  • δεσμοφύλακας στα ολλανδικά - cipier, gevangenbewaarder, gevangenisbewaarder, bewaker, stokbewaarder
  • δεσμός στα ολλανδικά - obligatie, aangelegenheid, ding, band, zaak, affaire, adhesie, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσμεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: binden, inbinden, begaan, boei, kluisteren, kluister, boeien, belemmering