Δεσμοφύλακας στα ολλανδικά

Μετάφραση: δεσμοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cipier, gevangenbewaarder, gevangenisbewaarder, bewaker, stokbewaarder
Δεσμοφύλακας στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσμοφύλακας

δεσμοφύλακας ο πόνος, δεσμοφύλακας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δεσμοφύλακας στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δεσμευτικός στα ολλανδικά - reep, strip, strook, band, windsel, bindend, verbindend, ...
  • δεσμεύω στα ολλανδικά - binden, inbinden, begaan, boei, kluisteren, kluister, boeien, ...
  • δεσμός στα ολλανδικά - obligatie, aangelegenheid, ding, band, zaak, affaire, adhesie, ...
  • δεσποινίς στα ολλανδικά - meid, meisje, misgrijpen, missen, juffrouw, mislopen, mejuffrouw, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσμοφύλακας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: cipier, gevangenbewaarder, gevangenisbewaarder, bewaker, stokbewaarder