Δεσποτικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: δεσποτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
meesterlijke, meesterlijk, magistrale, masterful, de meesterlijke
Δεσποτικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσποτικός

δεσποτικός συνώνυμο, δεσποτικός σημασία, δεσποτικός θρόνος, δεσποτικός ορισμός, δεσποτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δεσποτικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δεσμός στα ολλανδικά - obligatie, aangelegenheid, ding, band, zaak, affaire, adhesie, ...
  • δεσποινίς στα ολλανδικά - meid, meisje, misgrijpen, missen, juffrouw, mislopen, mejuffrouw, ...
  • δεσπόζω στα ολλανδικά - overtreffen, overtop, overtref, erin op, te boven gaan
  • δευτερεύων στα ολλανδικά - bijbehorend, bijkomend, bijkomstig, secundair, secundaire, voortgezet, middelbare, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσποτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: meesterlijke, meesterlijk, magistrale, masterful, de meesterlijke