Δηλώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: δηλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betuigen, declareren, aangeven, verklaren, te verklaren, verklaart, verklaar
Δηλώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δηλώνω

δηλώνω υπεύθυνα ότι δεν φιλοξενούμαι, δηλώνω στα αγγλικα, δηλώνω παρών, δηλώνω μόνος, δηλώνω υπεύθυνα ότι, δηλώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δηλώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δηλητηρίαση στα ολλανδικά - vergiftiging, vergiftigingen, intoxicaties, poisoning
  • δηλητηριώδης στα ολλανδικά - giftig, venijnig, vergiftig, verpestend, giftige, giftig is, vergiftige
  • δημεύω στα ολλανδικά - confisqueren, beslag te nemen, te confisqueren, in beslag, in beslag te nemen
  • δημητριακά στα ολλανδικά - graan, korrel, koren, zaadkorrel, pit, granen, graangewassen, ...
Τυχαίες λέξεις
Δηλώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: betuigen, declareren, aangeven, verklaren, te verklaren, verklaart, verklaar