Διάθλαση στα ολλανδικά
Μετάφραση: διάθλαση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
straalbreking, breking, refractie, lichtbreking
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διάθλαση
διάθλαση φωτιστικά, διάθλαση ήχου, διάθλαση ανάκλαση, διάθλαση του φωτός ppt, διάθλαση φωτισμός, διάθλαση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διάθλαση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διάζωμα στα ολλανδικά - fries, frieze
- διάθεση στα ολλανδικά - gemoedsgesteldheid, gemoedstoestand, temperen, harden, sfeer, aard, stemming, ...
- διάκονος στα ολλανδικά - diaken, Deacon, de Diaken, diakenen, van de Diaken
- διάκριση στα ολλανδικά - discriminatie, van discriminatie, discriminatie op, onderscheid, discriminatiebeginsel
Τυχαίες λέξεις
Διάθλαση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: straalbreking, breking, refractie, lichtbreking
Μεταφράσεις: straalbreking, breking, refractie, lichtbreking