Διαδραματίζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: διαδραματίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toegaan, gebeuren, spelen, te spelen, afspelen, speelt, speel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαδραματίζω
διαδραματίζω ορισμός, διαδραματίζω προταση, διαδραματίζω βικιλεξικο, διαδραματίζω αγγλικά, διαδραματίζω ρόλο, διαδραματίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαδραματίζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διαδοχή στα ολλανδικά - opvolging, volgorde, opeenvolging, successie, elkaar, achter elkaar
- διαδοχικός στα ολλανδικά - successie, successiestadia, de successie, successieprocessen
- διαδρομή στα ολλανδικά - baanvlak, pad, weg, tracé, paadje, reisplan, route, ...
- διαζύγιο στα ολλανδικά - echtscheiding, scheiding, scheiden, de echtscheiding, echtscheidingen
Τυχαίες λέξεις
Διαδραματίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toegaan, gebeuren, spelen, te spelen, afspelen, speelt, speel
Μεταφράσεις: toegaan, gebeuren, spelen, te spelen, afspelen, speelt, speel