Διακανονισμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: διακανονισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
maatregel, zetting, organisatie, schikking, akkoord, regeling, inrichting, nederzetting, verrekening, afwikkeling
Διακανονισμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακανονισμός

διακανονισμός τσμεδε 2014, διακανονισμός ευδαπ, διακανονισμός εφορία, διακανονισμός οαεε, διακανονισμός δεη, διακανονισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διακανονισμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαιτητεύω στα ολλανδικά - beslechten, bemiddelen, arbitreren, arbitrage, te bemiddelen
  • διαιτολόγιο στα ολλανδικά - dieet, voeding, voedsel
  • διακεκριμένος στα ολλανδικά - opvallend, uitstekend, vooraanstaand, prominente, vooraanstaande, prominent, belangrijke
  • διακηρύσσω στα ολλανδικά - bekennen, biechten, toegeven, erkennen, bles, brand, gloed, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακανονισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: maatregel, zetting, organisatie, schikking, akkoord, regeling, inrichting, nederzetting, verrekening, afwikkeling