Διακεκριμένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: διακεκριμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opvallend, uitstekend, vooraanstaand, prominente, vooraanstaande, prominent, belangrijke
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακεκριμένος
διακεκριμένος αγγλικά, διακεκριμένος λεξικο, διακεκριμένος επιστήμονας εξωτερικού, διακεκριμένος επιστήμονας, διακεκριμένος σημασία, διακεκριμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διακεκριμένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διαιτολόγιο στα ολλανδικά - dieet, voeding, voedsel
- διακανονισμός στα ολλανδικά - maatregel, zetting, organisatie, schikking, akkoord, regeling, inrichting, ...
- διακηρύσσω στα ολλανδικά - bekennen, biechten, toegeven, erkennen, bles, brand, gloed, ...
- διακλάδωση στα ολλανδικά - tak, filiaal, aftakking, bijkantoor, branche
Τυχαίες λέξεις
Διακεκριμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opvallend, uitstekend, vooraanstaand, prominente, vooraanstaande, prominent, belangrijke
Μεταφράσεις: opvallend, uitstekend, vooraanstaand, prominente, vooraanstaande, prominent, belangrijke