Διακοπές στα ολλανδικά

Μετάφραση: διακοπές, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vakantie, rustdag, vakantiedag, snipperdag, vakanties, Holidays, feestdagen, verblijf
Διακοπές στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακοπές

διακοπές με παιδιά, διακοπές στην κωνσταντινούπολη, διακοπές στη ρώμη, διακοπές πάσχα, διακοπές 2014, διακοπές λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διακοπές στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διακηρύσσω στα ολλανδικά - bekennen, biechten, toegeven, erkennen, bles, brand, gloed, ...
  • διακλάδωση στα ολλανδικά - tak, filiaal, aftakking, bijkantoor, branche
  • διακοπή στα ολλανδικά - pauzeren, rust, schorsing, breuk, onderbreking, interruptie, pauze, ...
  • διακοσμώ στα ολλανδικά - tooien, uitdossen, decoreren, versieren, opsieren, lovertje, spangle, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακοπές στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vakantie, rustdag, vakantiedag, snipperdag, vakanties, Holidays, feestdagen, verblijf