Διακριτικότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: διακριτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goeddunken, oordeel, discretie, discretionaire bevoegdheid, beoordelingsvrijheid
Διακριτικότητα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακριτικότητα

διακριτικότητα συνώνυμο, διακριτικότητα στα αγγλικα, διακριτικότητα αγγλικα, διακριτικότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διακριτικότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διακριτικό στα ολλανδικά - insigne, blazoen, wapen, onderscheidend, kenmerkend, karakteristiek, onderscheidende, ...
  • διακριτικός στα ολλανδικά - bescheiden, onopvallend, discreet, onderscheidend, kenmerkend, karakteristiek, onderscheidende, ...
  • διακυβεύω στα ολλανδικά - risico's, bof, gevaar, tref, wagen, toeval, gewaagdheid, ...
  • διακυμαίνομαι στα ολλανδικά - kachel, oven, bereik, scope, fornuis, schommelen, fluctueren, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακριτικότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: goeddunken, oordeel, discretie, discretionaire bevoegdheid, beoordelingsvrijheid