Διαλογισμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: διαλογισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overpeinzing, beschouwing, contemplatie, contemplation, bezinning
Διαλογισμός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαλογισμός

διαλογισμός κενού, διαλογισμός θεσσαλονίκη, διαλογισμός ταξίδι στο εδώ και τώρα, διαλογισμός ζεν, διαλογισμός αθήνα, διαλογισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαλογισμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διαλανθάνω στα ολλανδικά - ontwijken, gestrand, gestrande, strandde, stranded, strandden
  • διαλογίζομαι στα ολλανδικά - speculeren, te speculeren, gespeculeerd, speculeer, gissen
  • διαλυτός στα ολλανδικά - oplosbaar, oplosbare, oplosbaar is, oplosbaar zijn, oplosbaar in
  • διαλύω στα ολλανδικά - oplossen, kastijden, macereren, maceraat, verweken, moedermaceraat
Τυχαίες λέξεις
Διαλογισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: overpeinzing, beschouwing, contemplatie, contemplation, bezinning