Διασκεδάζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: διασκεδάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderhouden, opvrolijken, amuseren, zwelgen, genieten, geniet, revel
Διασκεδάζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασκεδάζω

διασκεδάζω μετάφραση, διασκεδάζω και μαθαίνω τα γράμματα, διασκεδάζω εντυπώσεις, διασκεδάζω συνώνυμα, διασκεδάζω ορισμός, διασκεδάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διασκεδάζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διασαφηνίζω στα ολλανδικά - beduiden, uitleggen, voor de goede orde, voor het record, voor de record, for the record, voor het verslag
  • διασκέδαση στα ολλανδικά - amusement, pret, schalks, plezier, genoegen, ondeugend, dartel, ...
  • διασκευάζω στα ολλανδικά - bewerken, aanpassen, afstemmen, adapteren, modificeert, wijzigt, dienovereenkomstige wijziging, ...
  • διασκευή στα ολλανδικά - modificatie, aanpassing, bewerking, adaptatie, herziening, revisie, herzien, ...
Τυχαίες λέξεις
Διασκεδάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onderhouden, opvrolijken, amuseren, zwelgen, genieten, geniet, revel