Διαχωρισμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: διαχωρισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
clausuur, afscheiding, schifting, scheiding, scheiden, gescheiden, de scheiding
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαχωρισμός
διαχωρισμός αορτής, διαχωρισμός εκκλησίας κράτους, διαχωρισμός μιγμάτων, διαχωρισμός μιγμάτων και διαλυμάτων, διαχωρισμός ανευρύσματος αορτής, διαχωρισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαχωρισμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διαχυτικότητα στα ολλανδικά - jovialiteit, vrolijkheid, joviality, gemoedelijkheid, joviaal
- διαχωρίζω στα ολλανδικά - isoleren, afzonderen, scheiden, dissociëren, distantiëren, te dissociëren, dissocieren
- διαψεύδω στα ολλανδικά - tegenspreken, ontkennen, tegen te spreken, weerspreken, weerlegging van
- διγαμία στα ολλανδικά - bigamie, bigamy
Τυχαίες λέξεις
Διαχωρισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: clausuur, afscheiding, schifting, scheiding, scheiden, gescheiden, de scheiding
Μεταφράσεις: clausuur, afscheiding, schifting, scheiding, scheiden, gescheiden, de scheiding