Δικαιοδοσία στα ολλανδικά

Μετάφραση: δικαιοδοσία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rechtsgebied, jurisdictie, rechtsbevoegdheid, bevoegdheid, rechtsmacht
Δικαιοδοσία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικαιοδοσία

δικαιοδοσία αγγλικά, δικαιοδοσία ορισμός, δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων, δικαιοδοσία ειρηνοδικείου, δικαιοδοσία συνωνυμα, δικαιοδοσία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δικαιοδοσία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δικάζω στα ολλανδικά - richter, rechter, berechten, oordelen, beoordelen, jurylid, keurmeester
  • δικαίωμα στα ολλανδικά - verbeteren, recht, vandehands, bevoegdheid, billijk, rechts, rechter, ...
  • δικαιολογία στα ολλανδικά - vergeven, rechtvaardiging, verontschuldigen, verschonen, excuus, excuseren, verontschuldiging, ...
  • δικαιολογώ στα ολλανδικά - rechtvaardigen, excuus, verontschuldiging, voorwendsel, excuus om, verontschuldigen
Τυχαίες λέξεις
Δικαιοδοσία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rechtsgebied, jurisdictie, rechtsbevoegdheid, bevoegdheid, rechtsmacht