Διορατικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: διορατικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scherpzinnig, scherpzinnige, perspicacious, scherpzinniger, scherpzinnig man
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορατικός
διορατικόσ αγγλικα, διορατικός γέροντας γαβριήλ, διορατικός συνώνυμα, διορατικός αντωνυμο, διορατικός γέροντας, διορατικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διορατικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διορίζομαι στα ολλανδικά - beleggen, investeren, inhuldigen, benoemd, benoemde, aangesteld, benoemd tot, ...
- διορίζω στα ολλανδικά - benoemen, aanstellen, betekenen, dagen, deputeren, afvaardigen, depute
- διορατικότητα στα ολλανδικά - inzicht, inzicht te, inzichten, zicht
- διοργάνωση στα ολλανδικά - organisatie, ordening, de organisatie, inrichting
Τυχαίες λέξεις
Διορατικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: scherpzinnig, scherpzinnige, perspicacious, scherpzinniger, scherpzinnig man
Μεταφράσεις: scherpzinnig, scherpzinnige, perspicacious, scherpzinniger, scherpzinnig man