Διορισμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: διορισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afspraak, aanstelling, benoeming, aanwijzing, afspraak te
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορισμός
διορισμός δικαστικων αντιπροσωπων 2014, διορισμός μελών δεπ 2014, διορισμός στο δημόσιο, διορισμός εκπαιδευτικών, διορισμός επιτρόπου ανηλίκου, διορισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διορισμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διοργάνωση στα ολλανδικά - organisatie, ordening, de organisatie, inrichting
- διορθώνω στα ολλανδικά - correct, okay, net, nauwkeurig, precies, corrigeren, verbeteren, ...
- διοχετεύω στα ολλανδικά - wijk, groef, doorgeven, gracht, kanaal, opzenden, vaart, ...
- διπλανός στα ολλανδικά - aangrenzend, naburig, aanliggend, naast de deur, ernaast, naastgelegen, naast, ...
Τυχαίες λέξεις
Διορισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afspraak, aanstelling, benoeming, aanwijzing, afspraak te
Μεταφράσεις: afspraak, aanstelling, benoeming, aanwijzing, afspraak te