Δράμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: δράμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drama, toneelstuk, toneel, dramatiek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δράμα
δράμα ξάνθη, δράμα 86, δράμα νέα, δράμα πληθυσμός, δράμα καιρός, δράμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δράμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δούλος στα ολλανδικά - slavin, slaaf, slave, slaven
- δράκος στα ολλανδικά - vlieger, draak, Dragon, de Draak, van de Draak, de Draak van
- δράση στα ολλανδικά - bedrijvigheid, handeling, verrichting, actie, daad, activiteit, gedoe, ...
- δράστης στα ολλανδικά - dader, pleger, daders, veroorzaker, overtreder
Τυχαίες λέξεις
Δράμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: drama, toneelstuk, toneel, dramatiek
Μεταφράσεις: drama, toneelstuk, toneel, dramatiek