Δρομέας στα ολλανδικά
Μετάφραση: δρομέας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hardloper, loper, runner, agent, loopster
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δρομέας
δρομέας ποδήλατα, δρομέας άγαλμα, δρομέας τουριστικό γραφείο, δρομέας θεσσαλονίκη, δρομέας καρέκλες, δρομέας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δρομέας στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δριμύτητα στα ολλανδικά - bitsheid, strengheid, hevigheid, ernst, de ernst, ernst van
- δρομάκι στα ολλανδικά - steeg, laan, steegje, alley, boules baan
- δρομολόγιο στα ολλανδικά - reisroute, reisplan, route, routebeschrijving, route in
- δροσερός στα ολλανδικά - onbeschaamd, luchtig, vrijpostig, brutaal, bekoelen, afkoelen, groen, ...
Τυχαίες λέξεις
Δρομέας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hardloper, loper, runner, agent, loopster
Μεταφράσεις: hardloper, loper, runner, agent, loopster