Δροσερός στα ολλανδικά

Μετάφραση: δροσερός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbeschaamd, luchtig, vrijpostig, brutaal, bekoelen, afkoelen, groen, fris, nieuw, koel, vers, onbedorven, koelen, koele, trui
Δροσερός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δροσερός

δροσερός translation, δροσερός συνώνυμα, δροσερός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δροσερός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δρομέας στα ολλανδικά - hardloper, loper, runner, agent, loopster
  • δρομολόγιο στα ολλανδικά - reisroute, reisplan, route, routebeschrijving, route in
  • δροσιστικός στα ολλανδικά - verfrissend, verfrissende, frisse, refreshing, fris
  • δρόμος στα ολλανδικά - route, baan, baanvlak, reisplan, tracé, straat, weg, ...
Τυχαίες λέξεις
Δροσερός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onbeschaamd, luchtig, vrijpostig, brutaal, bekoelen, afkoelen, groen, fris, nieuw, koel, vers, onbedorven, koelen, koele, trui