Δρόμος στα ολλανδικά
Μετάφραση: δρόμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
route, baan, baanvlak, reisplan, tracé, straat, weg, de weg, road, wegenkaart
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δρόμος
δρόμος του θανάτου, δρόμος υγείας βόλου, δρόμος ανατροπής, δρόμος του τσαγιού, δρόμος ανατροπής για τη θεσσαλία, δρόμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δρόμος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δροσερός στα ολλανδικά - onbeschaamd, luchtig, vrijpostig, brutaal, bekoelen, afkoelen, groen, ...
- δροσιστικός στα ολλανδικά - verfrissend, verfrissende, frisse, refreshing, fris
- δρόσος στα ολλανδικά - dauw, dew, morgendauw, de dauw, dauw van
- δρύινος στα ολλανδικά - eiken, eik, eikehouten, oaken, eikenhouten, eikenhout
Τυχαίες λέξεις
Δρόμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: route, baan, baanvlak, reisplan, tracé, straat, weg, de weg, road, wegenkaart
Μεταφράσεις: route, baan, baanvlak, reisplan, tracé, straat, weg, de weg, road, wegenkaart