Δόκιμος στα ολλανδικά
Μετάφραση: δόκιμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leerjongen, cadet, kadet, de Kadet, Kadet van, van de Kadet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δόκιμος
δόκιμος έφεδρος αξιωματικός wiki, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός μισθός, δόκιμος έφεδρος αξιωματικός μονιμοποίηση, δόκιμος αξιωματικός, δόκιμος όρος, δόκιμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δόκιμος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δωσιδικία στα ολλανδικά - aansprakelijkheid, schuldenlast, jurisdictie, rechtsgebied, rechtsbevoegdheid, bevoegdheid, rechtsmacht
- δόγμα στα ολλανδικά - leer, doctrine, leerstelling, de leer, leer van
- δόλιος στα ολλανδικά - bedrieglijk, indirect, schuin, scheef, loer, op de loer, de loer, ...
- δόλος στα ολλανδικά - bedrieger, fraude, bedrog, misleiding, verleiding, bedriegerij, list
Τυχαίες λέξεις
Δόκιμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: leerjongen, cadet, kadet, de Kadet, Kadet van, van de Kadet
Μεταφράσεις: leerjongen, cadet, kadet, de Kadet, Kadet van, van de Kadet