Εβδομάδα στα ολλανδικά

Μετάφραση: εβδομάδα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
week, reisaanbiedingen, weken, wekelijks
Εβδομάδα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εβδομάδα

εβδομάδα εγκυμοσύνης, εβδομάδα μελανώματος, εβδομάδα μελανώματος 2014, εβδομάδα καρκίνου του δέρματος, εβδομάδα κύησης υπολογισμός, εβδομάδα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εβδομάδα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • είτε στα ολλανδικά - hè, hetzij, of, beide, een van beide, ook
  • εβένινος στα ολλανδικά - ebbehout, ebbehouten, ebbenhout, ebony, ebbenhouten
  • εβδομαδιαίος στα ολλανδικά - wekelijks, weekblad, wekelijkse, week, per week
  • εγγράφομαι στα ολλανδικά - aangeven, zich laten inschrijven, als student toelaten, laten inschrijven, matriculate, schrijf in
Τυχαίες λέξεις
Εβδομάδα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: week, reisaanbiedingen, weken, wekelijks