Εγκάθετος στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγκάθετος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spraak, taal, tong, zitten, zit, te zitten, Sit, gaan zitten
Εγκάθετος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκάθετος

εγκάθετος ορισμός, εγκάθετος λεξικό, εγκάθετος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκάθετος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγγύτητα στα ολλανδικά - buurt, nabijheid, nabijheid van, de nabijheid, omgeving
  • εγείρομαι στα ολλανδικά - ontstaan, stijgen, rijzen, opstaan, verrijzen, toenemen
  • εγκάρδιος στα ολλανδικά - hartelijk, voorkomend, likeur, zoet, aardig, innig, lief, ...
  • εγκέφαλος στα ολλανδικά - genius, verstand, beschermgeest, genie, hersens, geest, brein, ...
Τυχαίες λέξεις
Εγκάθετος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: spraak, taal, tong, zitten, zit, te zitten, Sit, gaan zitten