Εγκεφαλικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: εγκεφαλικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hersen-, cerebrale, cerebraal, hersen, hersenen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκεφαλικός
εγκεφαλικός μίσχος, εγκεφαλικός άνθρωπος, εγκεφαλικός εγκολεασμός, εγκεφαλικός πυρετός, εγκεφαλικός όγκος, εγκεφαλικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκεφαλικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εγκαταλειμμένος στα ολλανδικά - nonchalant, onachtzaam, onbeheerd, nalatig, verlaten, achtergelaten, opgegeven, ...
- εγκεφαλικό στα ολλανδικά - strelen, aanhalen, aaien, liefkozen, beroerte, slag, een beroerte, ...
- εγκλείω στα ολλανδικά - omsluiten, encase, zet je, steken in
- εγκλεισμός στα ολλανδικά - inkapseling, encapsulatie, inkapselen, Encapsulation, het inkapselen
Τυχαίες λέξεις
Εγκεφαλικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hersen-, cerebrale, cerebraal, hersen, hersenen
Μεταφράσεις: hersen-, cerebrale, cerebraal, hersen, hersenen