Εγκυμοσύνη στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγκυμοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwangerschap, de zwangerschap, zwanger, zwangerschap te
Εγκυμοσύνη στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκυμοσύνη

εγκυμοσύνη 13η εβδομάδα, εγκυμοσύνη πρώτος μήνας, εγκυμοσύνη χωρίς συμπτώματα, εγκυμοσύνη ανα εβδομάδα, εγκυμοσύνη συμπτώματα, εγκυμοσύνη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκυμοσύνη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγκρίνω στα ολλανδικά - beamen, goedkeuren, billijken, keuren, goed te keuren, goedkeuring, te keuren
  • εγκρατής στα ολλανδικά - gematigd, sober, matig, nuchter, bezadigd, stemmig, abstinent, ...
  • εγκόσμιος στα ολλανδικά - mondain, alledaagse, mondaine, wereldse, alledaags
  • εγχάραξη στα ολλανδικά - inscriptie, gravure, graveerwerk, gravures, graveren, engraving
Τυχαίες λέξεις
Εγκυμοσύνη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zwangerschap, de zwangerschap, zwanger, zwangerschap te