Ειδικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ειδικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deskundige, bedreven, handig, deskundig, expert, vaardig, behendig, vakman, bekwaam, deskundigen, van deskundigen
Ειδικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ειδικός

ειδικός λογαριασμός πανεπιστημίου κρήτης, ειδικός εκλογικός αριθμός, ειδικός φόρος ακινήτων (ε.φ.α.) νομικών προσώπων, ειδικός φόρος ακινήτων 2014, ειδικός εκλογικός αριθμός (e.e.a.), ειδικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ειδικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ειδεχθής στα ολλανδικά - afschuwelijk, afzichtelijk, afgrijselijk, afschuwelijke, afzichtelijke
  • ειδικά στα ολλανδικά - inzonderheid, vooral, speciaal, in het bijzonder, name, met name
  • ειδοποιώ στα ολλανδικά - bekendmaken, aanschrijven, aankondigen, adviseren, verwittigen, informeren, inlichten, ...
  • ειδυλλιακός στα ολλανδικά - idyllisch, idyllische, een idyllische
Τυχαίες λέξεις
Ειδικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: deskundige, bedreven, handig, deskundig, expert, vaardig, behendig, vakman, bekwaam, deskundigen, van deskundigen