Εισβολέας στα ολλανδικά
Μετάφραση: εισβολέας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanvaller, kwaadwillende, hacker, de aanvaller
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισβολέας
εισβολέας - η μπουμπού του fb, εισβολέας - σε πίνω λίγο λίγο, εισβολέας - eversor το κουτόχορτο στιχοι, εισβολέας & eversor - καμικάζι, εισβολέας - τα παιδικά μου χρόνια, εισβολέας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εισβολέας στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εισαγωγικός στα ολλανδικά - inleidende, inleidend, inleiding, introductie
- εισβάλλω στα ολλανδικά - binnenrukken, binnenvallen, binnendringen, binnen te vallen, binnen te dringen, invasie
- εισβολή στα ολλανδικά - invasie, inval, invasie van, de invasie, inbreuk
- εισιτήριο στα ολλανδικά - biljet, kaartje, bon, plaatsbewijs, plaatskaartje, ticket, tickets, ...
Τυχαίες λέξεις
Εισβολέας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanvaller, kwaadwillende, hacker, de aanvaller
Μεταφράσεις: aanvaller, kwaadwillende, hacker, de aanvaller