Εκδικητικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: εκδικητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wraakzuchtig, wraakzuchtige, rancuneus, vindictive, rancuneuze
Εκδικητικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκδικητικός

εκδικητικός συνώνυμα, εκδικητικός αγγλικά, εκδικητικός άνθρωπος, εκδικητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκδικητικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εκδηλωτικός στα ολλανδικά - aanwijzend, aanschouwelijk, demonstratieve, demonstratief, aanwijzende
  • εκδικάζω στα ολλανδικά - inspanning, test, moeite, toets, pogen, toetsing, proberen, ...
  • εκδικούμαι στα ολλανδικά - wreken, vergelden, vergelde, niet vergelde, te vergelden, requite
  • εκδοχή στα ολλανδικά - afwisseling, bewerking, vertolking, uitvoering, adaptatie, modificatie, interpretatie, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκδικητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wraakzuchtig, wraakzuchtige, rancuneus, vindictive, rancuneuze