Εκπαίδευση στα ολλανδικά
Μετάφραση: εκπαίδευση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opleiding, onderwijs, opvoeding, het onderwijs, Education
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκπαίδευση
εκπαίδευση και δια βίου μάθηση 2014, εκπαίδευση κουταβιού, εκπαίδευση εκπαιδευτών, εκπαίδευση σκύλων, εκπαίδευση και δια βίου μάθηση, εκπαίδευση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκπαίδευση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εκπέμπω στα ολλανδικά - stralen, uitstralen, uitzenden, omroepen, uitstoten, stoten, zenden
- εκπίπτω στα ολλανδικά - val, schemering, herfst, aftrekken, afdaling, najaar, rissen, ...
- εκπαιδευτής στα ολλανδικά - instructeur, docent, leraar, instructor
- εκπαιδευτικός στα ολλανδικά - onderwijs, educatieve, educatief, onderwijsinstellingen, onderwijs-
Τυχαίες λέξεις
Εκπαίδευση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opleiding, onderwijs, opvoeding, het onderwijs, Education
Μεταφράσεις: opleiding, onderwijs, opvoeding, het onderwijs, Education