Ελαστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ελαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
elastisch, elastiek, elastische, rekbaar, elasticiteit
Ελαστικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελαστικός

ελαστικός επίδεσμος, ελαστικός τάπητας, ελαστικός αρμόστοκος, ελαστικός παρθενικός υμένας, ελαστικός στόκος, ελαστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ελαστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ελίσσομαι στα ολλανδικά - kronkelen, slingeren, dolen, Meander, meanderpatronen
  • ελίτ στα ολλανδικά - elite, de elite, elite van
  • ελαστικότητα στα ολλανδικά - elasticiteit, de elasticiteit, elasticiteit van, veerkracht, elastisch
  • ελαττωματικός στα ολλανδικά - gebrekkig, defect, defectief, defecte, gebrekkige, defect is
Τυχαίες λέξεις
Ελαστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: elastisch, elastiek, elastische, rekbaar, elasticiteit