Ενθάρρυνση στα ολλανδικά

Μετάφραση: ενθάρρυνση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanmoediging, bemoediging, bevordering, stimulering, stimuleren
Ενθάρρυνση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενθάρρυνση

ενθάρρυνση συνώνυμα, ενθάρρυνση τουριστικών δραστηριοτήτων, ενθάρρυνση του παιδιού, ενθάρρυνση μαθητών, ενθάρρυνση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ενθάρρυνση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενεργός στα ολλανδικά - actief, levendig, werkzaam, werkend, bedrijvig, werkdadig, actieve, ...
  • ενημέρωση στα ολλανδικά - bijwerken, updating, actualisering, bijwerking, updaten
  • ενθαρρύνω στα ολλανδικά - bevorderen, aanvuren, aanwakkeren, aansporen, aanmoedigen, bemoedigen, aanzetten, ...
  • ενθουσιασμένος στα ολλανδικά - enthousiast, geestdriftig, uitbundig, opgewonden, aangeslagen, opgewekt, verheugd
Τυχαίες λέξεις
Ενθάρρυνση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanmoediging, bemoediging, bevordering, stimulering, stimuleren