Επιδέξια στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιδέξια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kundig, bekwaam, vakkundig, toeverlaat, knap
Επιδέξια στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδέξια

επιδέξια συνώνυμο, επιδέξια αγγλικά, επιδέξια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιδέξια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιγράφω στα ολλανδικά - inschrijven, graveren, beschrijven, opschrijven
  • επιγραφή στα ολλανδικά - inscriptie, opschrift, inschrijving
  • επιδέξιος στα ολλανδικά - vakman, knap, bekwaam, bedreven, behendig, deskundig, adept, ...
  • επιδαψίλευση στα ολλανδικά - epidapsilefsi
Τυχαίες λέξεις
Επιδέξια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kundig, bekwaam, vakkundig, toeverlaat, knap