Επιστήμη στα ολλανδικά
Μετάφραση: επιστήμη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wetenschappen, wetenschap, Science, de wetenschap, wetenschappelijke
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιστήμη
επιστήμη και τεχνολογία υλικών, επιστήμη και τεχνολογία, επιστήμη και τεχνολογία υδατικών πόρων, επιστήμη και ζωή, επιστήμη και κοινωνία, επιστήμη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιστήμη στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επισπεύδω στα ολλανδικά - afdoen, terugzetten, afwikkelen, versnellen, afhandelen, spoed, radheid, ...
- επιστάτης στα ολλανδικά - wachter, bewaker, meier, intendant, opzichter, inspecteur, superintendent, ...
- επιστημονικός στα ολλανδικά - wetenschappelijk, wetenschappelijke, de wetenschappelijke, wetenschap, het wetenschappelijk
- επιστρέφω στα ολλανδικά - wederkeren, weeromkomen, opbrengen, reproduceren, teruggeven, terugkomst, terugkomen, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιστήμη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wetenschappen, wetenschap, Science, de wetenschap, wetenschappelijke
Μεταφράσεις: wetenschappen, wetenschap, Science, de wetenschap, wetenschappelijke