Επισφαλής στα ολλανδικά

Μετάφραση: επισφαλής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hachelijk, gevaarlijk, wankel, onzeker, precair, onveilig, onzekere, onveilige, zit los
Επισφαλής στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επισφαλής

επισφαλεις απαιτήσεις, επισφαλής πελάτες, επισφαλής βικιπαιδεια, επισφαλής εργασία γυναικεία εργασία, επισφαλής ερμηνεία, επισφαλής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επισφαλής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιστύλιο στα ολλανδικά - architrave, architraaf, de architraaf, een architraaf, architraven
  • επισυνάπτω στα ολλανδικά - aanhechten, omsluiten, insluiten, voegen, bijvoegen, te voegen
  • επισύρω στα ολλανδικά - toelachen, tappen, rukken, trekken, uittekenen, beschrijven, aanlokken, ...
  • επιτήδειος στα ολλανδικά - expert, bekwaam, deskundig, vaardig, handig, aanhanger, beoefenaar, ...
Τυχαίες λέξεις
Επισφαλής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hachelijk, gevaarlijk, wankel, onzeker, precair, onveilig, onzekere, onveilige, zit los