Επιφυλακτικότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιφυλακτικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gereserveerdheid, afstandelijkheid, afzijdigheid, aloofness, distantie
Επιφυλακτικότητα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιφυλακτικότητα

επιφυλακτικότητα στα αγγλικά, επιφυλακτικότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιφυλακτικότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιφυλακτικά στα ολλανδικά - behoedzaam, omzichtig, voorzichtig, voorzichtigheid, met voorzichtigheid
  • επιφυλακτικός στα ολλανδικά - gereserveerd, behoedzaam, voorzichtig, voorzichtige, voorzichtiger, terughoudend
  • επιφύλαξη στα ολλανδικά - waarschuwing, reservering, voorzichtigheid, waarschuwen, voorbehoud, reservatie, reserveren, ...
  • επιφώνημα στα ολλανδικά - uitroep, uitroepteken, uitroeptekens, exclamation, uitroep teken
Τυχαίες λέξεις
Επιφυλακτικότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gereserveerdheid, afstandelijkheid, afzijdigheid, aloofness, distantie