Επιχειρηματίας στα ολλανδικά
Μετάφραση: επιχειρηματίας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zakenman, zaken, zaken man, ondernemer, zakenman die
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιχειρηματίας
επιχειρηματίας κωνσταντίνος λευκαρίτης, επιχειρηματίας αυτοπυροβολήθηκε στο κέντρο του ηρακλείου, επιχειρηματίας γιάννης κωνσταντινίδης, επιχειρηματίας της χρονιάς 2013, επιχειρηματίας γιώργος πολίτης, επιχειρηματίας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιχειρηματίας στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επιχείρημα στα ολλανδικά - debat, argument, twist, betoog, argument van, stelling, het argument
- επιχείρηση στα ολλανδικά - handel, ingreep, zakenwereld, bewerking, ambacht, ding, vak, ...
- επιχειρηματικός στα ολλανδικά - ondernemend, ondernemende, ondernemen, ondernemender, ondernemerschap
- επιχειρηματολογώ στα ολλανδικά - argumenteren, twisten, krakelen, redetwisten, disputeren, ik pleit, ik betoog, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιχειρηματίας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zakenman, zaken, zaken man, ondernemer, zakenman die
Μεταφράσεις: zakenman, zaken, zaken man, ondernemer, zakenman die