Επιχορήγηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: επιχορήγηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ondersteuning, subsidie, toelage, stipendium, steun, subsidies, subsidiebedrag
Επιχορήγηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιχορήγηση

επιχορήγηση οαεδ, επιχορήγηση επιχειρήσεων να προσλάβουν ανέργους 30-66 ετών, επιχορήγηση νέων επιχειρήσεων 2014, επιχορήγηση μκο, επιχορήγηση επιχειρήσεων, επιχορήγηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επιχορήγηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • επιχειρηματολογώ στα ολλανδικά - argumenteren, twisten, krakelen, redetwisten, disputeren, ik pleit, ik betoog, ...
  • επιχειρώ στα ολλανδικά - aandurven, poging, proberen, pogingen, geprobeerd, probeert
  • επιχορηγώ στα ολλανδικά - concessie, vergunning, subsidiëren, te subsidiëren, subsidiëring, subsidiëring van, subsidie
  • επιχρυσώνω στα ολλανδικά - genootschap, sociëteit, vereniging, maatschappij, samenleving, club, gemeenschap, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιχορήγηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ondersteuning, subsidie, toelage, stipendium, steun, subsidies, subsidiebedrag