Εσπευσμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: εσπευσμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
haastig, gehaast, haastte zich, haastte, haastige
Εσπευσμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εσπευσμένος

εσπευσμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εσπευσμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εσοχή στα ολλανδικά - reces, nis, uitsparing, verdieping, holte
  • εσπερινός στα ολλανδικά - avondlied, vesper, Evensong, avonddienst, de avonddienst
  • εστία στα ολλανδικά - haard, brandpunt, focus, kachel, hart, houtkachel, open haard
  • εστιατόριο στα ολλανδικά - restaurant, eethuis, restauratie, het restaurant, Restaurantbeoordelingen, restaurant van, van het restaurant
Τυχαίες λέξεις
Εσπευσμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: haastig, gehaast, haastte zich, haastte, haastige