Ευρύχωρος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ευρύχωρος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ruim, groot, royaal, breedvoerig, uitgestrekt, uitgebreid, ruime, roomy
Ευρύχωρος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευρύχωρος

ευρύχωρος συνώνυμα, ευρύχωρος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευρύχωρος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευρετήριο στα ολλανδικά - inhoudsregister, indexeren, teken, aanduiding, index, indexcijfer, index voor
  • ευρύς στα ολλανδικά - breedvoerig, uitgebreid, ruim, uitgestrekt, royaal, veelomvattend, breed, ...
  • ευσέβεια στα ολλανδικά - vroomheid, godsvrucht, godvruchtigheid, de vroomheid, piëteit
  • ευσεβής στα ολλανδικά - godsdienstig, vroom, devoot, godvrezend, vrome, vromen, godvruchtige, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευρύχωρος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ruim, groot, royaal, breedvoerig, uitgestrekt, uitgebreid, ruime, roomy