Ευχαρίστηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: ευχαρίστηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zin, vermaak, behagen, genot, welbehagen, pret, plezier, genoegen, welgevallen, genieten
Ευχαρίστηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευχαρίστηση

ευχαρίστηση μου, με ευχαρίστηση, προσωπική ευχαρίστηση, ευχαρίστηση συνώνυμο, ευχαρίστηση αντώνυμα, ευχαρίστηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευχαρίστηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ευχέρεια στα ολλανδικά - vlotheid, spreekvaardigheid, vloeiend, vloeiendheid, fluency
  • ευχή στα ολλανδικά - verlangen, begeerte, zucht, zin, begeren, willen, lust, ...
  • ευχαριστημένος στα ολλανδικά - vergenoegd, voldaan, inhoud, vermogen, tevreden, capaciteit, verheugd, ...
  • ευχαριστώ στα ολλανδικά - danken, alstublieft, bedanken, alsjeblieft, dank, dankzij, bedankt, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευχαρίστηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zin, vermaak, behagen, genot, welbehagen, pret, plezier, genoegen, welgevallen, genieten