Θαυμάζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: θαυμάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bewonderen, bewonder, te bewonderen, genieten, genieten van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θαυμάζω
θαυμάζω αρχικοί χρόνοι, θαυμάζω αρχαία, θαυμάζω συνώνυμα, θαυμάζω στα αγγλικα, ονειροκρίτης θαυμάζω, θαυμάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θαυμάζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- θαρραλέα στα ολλανδικά - moedig, dapper, moedige, moed, moedig te
- θαρραλέος στα ολλανδικά - brutaal, moedig, dapper, stout, corpulent, zwaarlijvig, koen, ...
- θαυμάσιος στα ολλανδικά - overweldigend, fantastisch, groots, verwonderend, prachtig, grandioos, briljant, ...
- θαυμασμός στα ολλανδικά - bewondering, verbazing, de bewondering, verwondering
Τυχαίες λέξεις
Θαυμάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bewonderen, bewonder, te bewonderen, genieten, genieten van
Μεταφράσεις: bewonderen, bewonder, te bewonderen, genieten, genieten van