Θεωρητικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: θεωρητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
nieuwsgierig, samenvatting, abstractie, benieuwd, abstract, weetgierig, afgetrokken

Πρόσθετες μεταφράσεις
theoreticus, theoretica, theorist, theoreticus van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις
θεωρητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θεωρητικόσ αντίθετο, βίοσ θεωρητικόσ, θεωρητικός υπολογισμός και μοντελοποίηση θερμοχωρητικότητας και θερμικής αδράνειας σύγχρονου βιοκλιματικού κτιρίου, θεωρητικόσ πληθυσμόσ, θεωρητικός συνώνυμο, θεωρητικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
ευάλωτος στα ολλανδικά - kwetsbaar, kwetsbare, kwetsbaar zijn, kwetsbaarder, gevoelig
θεωρία στα ολλανδικά - theorie, de theorie, theorie van, hypothese, veronderstelling, onderstelling
θεωρείο στα ολλανδικά - galerij, galerie, gallery, gallerij, galeri, gang, trans, ...
θεωρώ στα ολλανδικά - overwegen, beschouwen, eens, mening, van mening, eerbied, blik, tel, ...
θεϊκός στα ολλανδικά - goddelijk, goddelijke, de goddelijke, god, gods, geestelijke
Τυχαίες λέξεις (ελληνικά/αγγλικά)
Θεωρητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: nieuwsgierig, samenvatting, abstractie, benieuwd, abstract, weetgierig, afgetrokken, theoreticus, theoretica, theorist, theoreticus van