Ικανοποίηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: ικανοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voldoening, genoegdoening, tevredenheid, genoegen, tevredenheid van
Ικανοποίηση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικανοποίηση

ικανοποίηση συνώνυμα, ικανοποίηση ασθενών, ικανοποίηση φοιτητών, ικανοποίηση εργαζομένων, ικανοποίηση από την εργασία, ικανοποίηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ικανοποίηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ιθύνω στα ολλανδικά - liniaal, grondbeginsel, regel, beginsel, bestuur, heerschappij, heersen, ...
  • ικανά στα ολλανδικά - in staat, bekwaam, staat, staat is, staat zijn
  • ικανοποιημένο στα ολλανδικά - capaciteit, tevreden, vergenoegd, inhoud, voldaan, vermogen, tevreden bent, ...
  • ικανοποιημένος στα ολλανδικά - inhoud, voldaan, vergenoegd, tevreden, capaciteit, vermogen, gehalte, ...
Τυχαίες λέξεις
Ικανοποίηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: voldoening, genoegdoening, tevredenheid, genoegen, tevredenheid van